Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Η πρώτη επαφή που είχα με τις εικόνες είναι πολύ μακρινή. Παιδί ακόμα θαύμαζα την εικόνα της Αγίας Μαρίνας στην Εκάλη. Εικόνα αυστηρή μα και καλοσυνάτη, εικόνα που σε καθηλώνει και σε κερδίζει συνάμα.
Έκτοτε είδα πολλές εικόνες, πολλές μπήκαν στην ψυχή μου, κι όλες μου έδωσαν κάτι διαφορετικό και όμορφο.
Αργότερα, όταν άρχισα να ζωγραφίζω παρατήρησα πως οι εικόνες με είχαν επηρεάσει, μου είχαν δώσει κάτι απ΄ αυτές. Τι άραγε; Χρειάστηκε να μάθω αγιογραφία, και με την πρώτη εικόνα που έφτιαξα, βοηθούμενη φυσικά, κατάλαβα πως η αφαίρεση στην απόδοση της μορφής, η αφαιρετική διάθεση στον τρόπο σύνθεσης και απόδοσης των τοπίων και αντικειμένων που μέχρι τότε ζωγράφιζα, μου ήταν ήδη οικεία. Η διαφορά ήταν πως στην αγιογραφία η αφαίρεση χρησιμοποιείται για να εμπλουτίσει λειτουργικά την μορφή. Απλουστεύοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου στην εικόνα, δεν επιθυμεί ο αγιογράφος να εκφράσει θεολογικές ή μεταφυσικές έννοιες. Η έκφραση της εικόνας αυτή δεν είναι εξπρεσιονιστική, δεν εκφράζει, όσο κι αν αυτό ακούγεται περίεργο, πνευματικές αναζητήσεις ή ιδεολογικές αναφορές και δεν έχει συναισθηματικό περιεχόμενο, όπως η ζωγραφική.
Τότε πώς λειτουργούν βιωματικά οι εικόνες; Παλαιότερα, στους πρώτους χρόνους της απεικόνισης των αγίων, ο αναλφαβητισμός ήταν μεγάλος. Εξηγείται έτσι, εν μέρει η εικονογράφηση όλων των χριστιανικών σκηνών. Δεν αρκεί όμως αυτό για να εξηγηθεί – στον μέγιστο δυνατό τρόπο – ο βιωματικός χαρακτήρας τους.
Η εικαστική μορφή των προσώπων δίνει την δυνατότητα στην εικόνα να αποκτά ρυθμό. Μια εσωτερική οργάνωση, τέλεια γεωμετρική σε σχέση με τα άλλα στοιχεία της εικόνας και προπάντων σε σχέση με τον θεατή, δίνει την δύναμη στην φορητή εικόνα, νωπογραφία στις εκκλησίες, την μικρογραφία ή το ψηφιδωτό. Η λειτουργική σύνδεση εικονιζομένου και θεατή, η αισθητική που αποπνέει η εικόνα ενώνει τον θεατή με τα δρώμενα σ΄ αυτήν, ή / και με την έκφρασή της. Όλο το χριστιανικό σύμπαν, το εικονιζόμενο παρελθόν, αποτελεί παράλληλά με το μάθημα τέχνης και αισθητικής, δίδαγμα χριστιανικό.
Ας αναλογιστεί κανείς πως η πορεία που διαγράφει η ορθόδοξη εικονογραφία είναι συνάρτηση χώρου – χρόνου. Αυτή η συνάρτηση δικαιολογεί απόλυτα τους δικούς της βιωματικούς κανόνες, που κι αυτοί με την σειρά τους είναι αποτέλεσμα πολλών αιώνων.
Ως γνωστόν, η τέχνη της αγιογραφίας έχει δεχτεί επιδράσεις από την τέχνη της αρχαίας Ελλάδας, την Ανατολική τέχνη, τα πορτραίτα του Φαγιούμ κατά την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων και την ελληνορωμαϊκή τέχνη (π.χ. Πομπηία), τότε βρίσκεται μπροστά σε μια οργανωμένη λειτουργικά τεχνοτροπία βασισμένη στην απόφαση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου για αυστηρή κωδικοποίηση της απεικόνισης. Απεικόνισης που αργότερα περνά στον Χρυσό αιώνα της αγιογραφίας κατά τον οποίο επέρχεται διαίρεση της ζωγραφικής σε δύο «Σχολές», τη ρεαλιστική και χαρακτηριστικά ελεύθερη «Μακεδονική» με κύριο εκφραστή της τον ο Μανουήλ Πανσέληνο και την «Κρητική» που πρωτο - εκφράζεται στον αυστηρό και συντηρητικό περίγυρο του Μυστρά. Είναι η τέχνη την οποία κατείχε καλά ο Γκρέκο. Τέλος, κάτω από τον Τουρκικό ζυγό τον ΙΗ' και ΙΘ' αιώνα άνθισε η λαϊκή τέχνη, μέσα στην πενία και στην δυστυχία, εκφράζοντας με απλουστευμένες μορφές, τον πόθο για απελευθέρωση από τον ζυγό. Ο Θεόφιλος είναι, ως γνωστόν, ο κατ΄ εξοχήν εκφραστής της.
Η μακρόχρονη εναλλασσόμενη αισθητική, λοιπόν, ενώνει τον χριστιανικό βίο του παρελθόντος με την άμεση προτροπή, στο παρόν, ηθικής που καλείται ο θεατής να ασκήσει στο μέλλον, σύμφωνα με τα διδάγματα της θρησκείας. Μ΄ αυτόν τον τρόπο καταργείται ο συμβατικός χρόνος και υποκαθίσταται από τον χρόνο που ο θεατής χρειάζεται για να κάνει κτήμα του τα περιγραφικά διδάγματα και να βιώσει την Αλήθεια. Η εικόνα αυτή δίνει μια αίσθηση διαχρονικής παρουσίας και αποτελεί ένα ιερό λειτουργικό που προσπαθεί να πλάσει καλύτερες ανθρώπινες ψυχές, να τις αγιάσει.
Σήμερα πια, ο σύγχρονος τεχνίτης που ακολουθεί τους κανόνες της εικονογραφίας δεν αναπαράγει φωτο-αντίγραφα ή μεταξοτυπίες, που κι αυτά πλήθουν στην εποχή μας. Δουλεύει με πίστη, λιγότερη ή περισσότερη, ακολουθώντας κανόνες και προσπαθώντας να αναπαράγει χρώματα που καμιά φορά δεν υπάρχουν πια, γιατί δεν παράγονται πια από την φύση. Ο τεχνίτης είναι πάντα συνυφασμένος με το έργο του. Δουλεύει και λειτουργεί συγχρόνως. Απεικονίζει όπως αυτός αντιλαμβάνεται την εικόνα, σύμφωνα με το κοινωνικό – πολιτικο –μορφωτικό επίπεδό του στον τόπο που εργάζεται, με τα μέσα και την γνώση που διαθέτει - γνώση της τέχνης που υπηρετεί και την γνώση της ίδιας της θρησκείας. Είναι λοιπόν ελεύθερος να πρωτοτυπήσει, παρ΄ όλους τους κανόνες που ακολουθεί. Του δίνεται η ευκαιρία να δει κάτω από τα δάκτυλά του να γεννιέται ο δικός του λειτουργικός ρυθμός στην εικόνα του που προορίζεται να βοηθήσει την λατρευτική ζωή των πιστών, αρκεί αυτός ο ρυθμός να εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο ζωγραφίστηκε η εικόνα. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι φορές που ο καλλιτέχνης αισθάνεται ότι δεν ορίζει το χέρι του. Δεν έχω καταλάβει τι μπορεί να ωθεί έναν νέο ζωγράφο να δημιουργεί μια εικόνα που « μιλάει » αν αυτό το κάτι δεν είναι το Πνεύμα.
Μαρία Ματάλα
ΣΥΝΤΟΜΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ
Άρθρο
Επιθυμώντας να προβάλουμε μια απλή και καθαρή ιστορική πορεία της Ελληνικής εικονογραφίας, στον Ελληνικό χώρο ανά τους αιώνες, δεν θα επιχειρήσουμε, στο άρθρο αυτό, την εκτενή εξιστόρηση και την καταγραφή όλων των ρευμάτων και των επιδράσεων της ορθόδοξης εικονογραφίας. Σύντομα και όσο γίνεται πιο επιγραμματικά θα σκιαγραφήσουμε τις περιόδους που επηρέασαν τα διάφορα ρεύματα της εικονογραφίας στην Ελληνορθόδοξη εκκλησία, τις περιόδους που τροποποίησαν την αισθητική όχι όμως και την λειτουργική προθετικότητα της εικόνας.
Ø Κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, η αρχαϊκή εικονογραφία, αρκετά ελεύθερη στην έκφραση, είχε συμβολικό χαρακτήρα και συναντάται στις κατακόμβες. Έχει περισσότερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον παρά θρησκευτικό, αν και τα πρώτα σύμβολα που αναπαραστάθηκαν είναι η ο ιχθύς, η άγκυρα, η άμπελος, η ελιά.
Ø Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, μετά την περίοδο των διωγμών, χρησιμοποιείται το ψηφιδωτό και το μωσαϊκό. Η τεχνική της νωπογραφίας ή αλλιώς τεχνική « fresco ». Σημαντικό έργο τέχνης της εποχής αυτής είναι η Βασιλικής του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, έργο του Ε' αιώνα. Στις φορητές εικόνες έχουμε τον ΣΤ' αιώνα έργα περισσότερο ζωγραφικά δουλεμένα με την εγκαυστική τεχνική. Τέτοια έργα συναντούμε στη Μονή του Σινά.
Ø Κατά τους χρόνους της Εικονομαχίας ανακόπτεται η καλλιτεχνική απεικόνιση. Η καταστροφή των εικόνων είναι μεγάλη. Απ΄αυτή την φρικτή, κατά την γνώμη μου, καταστροφή βγήκε ένα καλό. Στην ανάγκη δημιουργίας, η εικονομαχία επανέφερε τον πρωτοχριστιανικό διάκοσμο των ναών, αυτόν με τα διακοσμητικά μοτίβα, ιδίως από τον φυτικό και ζωικό κόσμο. Τότε έζησε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που υποστήριξε τους εικονόφιλους και πάλεψε για την αποκατάστασή τους. Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια καταδίκασε την αίρεση των εικονομάχων και η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, επί βασιλείας της Αγίας Θεοδώρας αποφάσισε την αναστήλωση των εικόνων, θεσπίζοντας τον εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας.
Ø Οι ζωγραφικές εικόνες αντικαθίστανται σταδιακά κατά την περίοδο των Μακεδόνων και Κομνηνών. Η αναγέννηση της ορθόδοξης αγιογραφίας αναλαμβάνεται με απόφαση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, από την Εκκλησία. Δημιουργεί τρεις εικονογραφικούς κύκλους: τον δογματικό, τον λειτουργικό και τον ιστορικό.
Οι κανόνες της βυζαντινής αγιογραφίας είναι πολλοί : τα θέματα ιστορούνται σε καθορισμένη πια θέση στο ναό, τα πρόσωπα και οι μορφές είναι σίγουρα πιο αποστεωμένα στην προσπάθεια να καταδειχθεί τον μοναχικό βίο των αγίων. Κάτι πολύ σημαντικό είναι ότι έχουμε επιστροφή στην αλεξανδρινή παράδοση και στις φόρμες του αρχαίου ελληνικού και ελληνιστικού κόσμου. Η κίνηση και ο τρόπος « στησίματος » των αγίων και των ιματίων τους θυμίζουν αρχαία ελληνικά γλυπτά με πρόσωπα Φαγιούμ. Η Μονή Δαφνίου του ΙΑ' αιώνα και η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως του ΙΒ' αιώνα είναι δύο περίτρανα παραδείγματα της τέχνης αυτής.
Ø Χρυσός αιώνας της αγιογραφίας είναι η εποχή των Παλαιολόγων Ο ΙΔ' αιώνας είναι ανθρωποκεντρικός αιώνας. Στην αναγέννηση των τεχνών και των γραμμάτων δεν ήταν δυνατόν να μην επικρατήσει ο ανθρωπισμός. Σ΄ αυτήν την εποχή κινήθηκαν και έζησαν οι Παλαιολόγοι. Πώς λοιπόν να μην αναζωογονήσουν την τέχνη της εικονογραφίας; Ο αιώνας στρέφεται στον άνθρωπο, η τέχνη πρέπει να συγκινήσει. Ο Γάλλος μελετητής G. Millet χώρισε την ζωγραφική των χρόνων αυτών σε δύο «Σχολές», τη «Μακεδονική» και την «Κρητική». Όμως, ο καρτεσιανός χωρισμός σε «Σχολές», που επικράτησε, δεν είναι ορθός. Θα έλεγα πως πρόκειται για δύο ρεύματα, δύο τρόπους διαφορετικής προσέγγισης της αγιογραφίας.
Η λεγόμενη Μακεδονική Σχολή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, άνθισε κυρίως στην Μακεδονία, στις αρχές του ΙΔ' αιώνα, με κέντρο την Θεσσαλονίκη. Η Σχολή αυτή χαρακτηρίζεται για τον ρεαλισμό και την ελευθερία της. Έχει ένταση, κίνηση και πολύ χρώμα. Τα ενδύματα και τα πρόσωπα είναι πλατειά φωτισμένα, γι' αυτό και την ονομάζουν «πλατειά τεχνοτροπία». Κατά μία άποψη η τέχνη αυτή υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλής στην άρχουσα τάξη, τους εύπορους και τους λόγιους. Κύριος εκφραστής της υπήρξε ο Μανουήλ Πανσέληνος.
Κατά τα τέλη του ΙΔ' αιώνα Από την Κωνσταντινούπολη η τέχνη αυτή πέρασε στον Μυστρά. Εκεί απέκτησε πιο στενό χαρακτήρα και έδωσε την Κρητική Σχολή. Στον αυστηρό περίγυρο, η τέχνη αυτή γίνεται πιο συντηρητική, με συγκρατημένες κινήσεις, λιτότητα στην κίνηση και τον διάκοσμο, με πρόσωπα πιο ευγενή. Το φως στη στενή τεχνοτροπία λιγοστό και υποβλητικό μοιάζει να πηγάζει από το βάθος, δίνοντας στον πιστό το αίσθημα της κατάνυξης. Θεωρήθηκε ως η τέχνη των μοναχικών κύκλων.
Ø Μετά την Πτώση του Βυζαντίου, τον ΙΕ' αιώνα και στις αρχές του ΙΣΤ' αιώνα η γνήσια Κρητική Σχολή διαμορφώθηκε στην Κρήτη, και όλον τον ΙΖ' ανθίζει στην μεγαλόνησο. Είναι η τέχνη την οποία κατείχε καλά ο Γκρέκο.
Ø Κάτω από τον Τουρκικό ζυγό τον ΙΗ' και ΙΘ' αιώνα άνθισε η λαϊκή τέχνη, εκφράζοντας τον πόθο για απελευθέρωση από τον ζυγό. Ο Θεόφιλος είναι ο κατ΄ εξοχήν εκφραστής της. Με την πενία και την δυστυχία, οι μορφές απλουστεύονται, τα χρώματα είναι πιο σκοτεινά, η ποιότητα είναι, ας μου επιτραπεί κατώτερη σε σχέση με την προηγούμενη δημιουργία. Η τέχνη όμως αυτή θα εμπνεύσει αργότερα έναν Τσαρούχη, γιατί όπως είπε και ο Χριστός τίποτα δεν πάει χαμένο.
Ø Η βυζαντινή ζωγραφική σταδιακά έδωσε την θέση της στην ζωγραφική της Δύσης μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ακόμη και στο Άγιο Όρος χρησιμοποιούσαν την δυτική τεχνοτροπία. Μόλις το 1940-1950 ο Φώτης Κόντογλου με τις προσωπικές του προσπάθειες και τους παράτολμους αγώνες του κατάφερε να ξαναφέρει στο φως την τέχνη της βυζαντινής αγιογραφίας, καλλιεργώντας παράλληλα τις συνθήκες αναβίωσης της ζωγραφικής παράδοσης.
Σήμερα πια, βασιζόμενοι σε λιγοστά βιβλία καταγραφής βυζαντινών σπουδών από Έλληνες δημιουργούς εικόνων, αλλά και σε έρευνες για την βυζαντινή τέχνη που ανακοινώνονται σε συνέδρια, σε ντοκυμαντέρ στην τηλεόραση και φυσικά στο θετικό κλίμα που επικρατεί, οι σύγχρονοι καλλιτέχνες έχοντας ή αποκτώντας σταδιακά την γνώση της ζωγραφικής της εικόνας, είναι σε θέση να συνεχίσουν και να προσφέρουν με το δικό τους έργο την μακραίωνη παράδοση της ελληνικής ορθόδοξης αγιογραφίας.
Μαρία Ματάλα
Φιλόλογος, Αγιογράφος, Ζωγράφος
Επιθυμώντας να προβάλουμε μια απλή και καθαρή ιστορική πορεία της Ελληνικής εικονογραφίας, στον Ελληνικό χώρο ανά τους αιώνες, δεν θα επιχειρήσουμε, στο άρθρο αυτό, την εκτενή εξιστόρηση και την καταγραφή όλων των ρευμάτων και των επιδράσεων της ορθόδοξης εικονογραφίας. Σύντομα και όσο γίνεται πιο επιγραμματικά θα σκιαγραφήσουμε τις περιόδους που επηρέασαν τα διάφορα ρεύματα της εικονογραφίας στην Ελληνορθόδοξη εκκλησία, τις περιόδους που τροποποίησαν την αισθητική όχι όμως και την λειτουργική προθετικότητα της εικόνας.
Ø Κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, η αρχαϊκή εικονογραφία, αρκετά ελεύθερη στην έκφραση, είχε συμβολικό χαρακτήρα και συναντάται στις κατακόμβες. Έχει περισσότερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον παρά θρησκευτικό, αν και τα πρώτα σύμβολα που αναπαραστάθηκαν είναι η ο ιχθύς, η άγκυρα, η άμπελος, η ελιά.
Ø Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, μετά την περίοδο των διωγμών, χρησιμοποιείται το ψηφιδωτό και το μωσαϊκό. Η τεχνική της νωπογραφίας ή αλλιώς τεχνική « fresco ». Σημαντικό έργο τέχνης της εποχής αυτής είναι η Βασιλικής του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, έργο του Ε' αιώνα. Στις φορητές εικόνες έχουμε τον ΣΤ' αιώνα έργα περισσότερο ζωγραφικά δουλεμένα με την εγκαυστική τεχνική. Τέτοια έργα συναντούμε στη Μονή του Σινά.
Ø Κατά τους χρόνους της Εικονομαχίας ανακόπτεται η καλλιτεχνική απεικόνιση. Η καταστροφή των εικόνων είναι μεγάλη. Απ΄αυτή την φρικτή, κατά την γνώμη μου, καταστροφή βγήκε ένα καλό. Στην ανάγκη δημιουργίας, η εικονομαχία επανέφερε τον πρωτοχριστιανικό διάκοσμο των ναών, αυτόν με τα διακοσμητικά μοτίβα, ιδίως από τον φυτικό και ζωικό κόσμο. Τότε έζησε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που υποστήριξε τους εικονόφιλους και πάλεψε για την αποκατάστασή τους. Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια καταδίκασε την αίρεση των εικονομάχων και η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, επί βασιλείας της Αγίας Θεοδώρας αποφάσισε την αναστήλωση των εικόνων, θεσπίζοντας τον εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας.
Ø Οι ζωγραφικές εικόνες αντικαθίστανται σταδιακά κατά την περίοδο των Μακεδόνων και Κομνηνών. Η αναγέννηση της ορθόδοξης αγιογραφίας αναλαμβάνεται με απόφαση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, από την Εκκλησία. Δημιουργεί τρεις εικονογραφικούς κύκλους: τον δογματικό, τον λειτουργικό και τον ιστορικό.
Οι κανόνες της βυζαντινής αγιογραφίας είναι πολλοί : τα θέματα ιστορούνται σε καθορισμένη πια θέση στο ναό, τα πρόσωπα και οι μορφές είναι σίγουρα πιο αποστεωμένα στην προσπάθεια να καταδειχθεί τον μοναχικό βίο των αγίων. Κάτι πολύ σημαντικό είναι ότι έχουμε επιστροφή στην αλεξανδρινή παράδοση και στις φόρμες του αρχαίου ελληνικού και ελληνιστικού κόσμου. Η κίνηση και ο τρόπος « στησίματος » των αγίων και των ιματίων τους θυμίζουν αρχαία ελληνικά γλυπτά με πρόσωπα Φαγιούμ. Η Μονή Δαφνίου του ΙΑ' αιώνα και η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως του ΙΒ' αιώνα είναι δύο περίτρανα παραδείγματα της τέχνης αυτής.
Ø Χρυσός αιώνας της αγιογραφίας είναι η εποχή των Παλαιολόγων Ο ΙΔ' αιώνας είναι ανθρωποκεντρικός αιώνας. Στην αναγέννηση των τεχνών και των γραμμάτων δεν ήταν δυνατόν να μην επικρατήσει ο ανθρωπισμός. Σ΄ αυτήν την εποχή κινήθηκαν και έζησαν οι Παλαιολόγοι. Πώς λοιπόν να μην αναζωογονήσουν την τέχνη της εικονογραφίας; Ο αιώνας στρέφεται στον άνθρωπο, η τέχνη πρέπει να συγκινήσει. Ο Γάλλος μελετητής G. Millet χώρισε την ζωγραφική των χρόνων αυτών σε δύο «Σχολές», τη «Μακεδονική» και την «Κρητική». Όμως, ο καρτεσιανός χωρισμός σε «Σχολές», που επικράτησε, δεν είναι ορθός. Θα έλεγα πως πρόκειται για δύο ρεύματα, δύο τρόπους διαφορετικής προσέγγισης της αγιογραφίας.
Η λεγόμενη Μακεδονική Σχολή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, άνθισε κυρίως στην Μακεδονία, στις αρχές του ΙΔ' αιώνα, με κέντρο την Θεσσαλονίκη. Η Σχολή αυτή χαρακτηρίζεται για τον ρεαλισμό και την ελευθερία της. Έχει ένταση, κίνηση και πολύ χρώμα. Τα ενδύματα και τα πρόσωπα είναι πλατειά φωτισμένα, γι' αυτό και την ονομάζουν «πλατειά τεχνοτροπία». Κατά μία άποψη η τέχνη αυτή υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλής στην άρχουσα τάξη, τους εύπορους και τους λόγιους. Κύριος εκφραστής της υπήρξε ο Μανουήλ Πανσέληνος.
Κατά τα τέλη του ΙΔ' αιώνα Από την Κωνσταντινούπολη η τέχνη αυτή πέρασε στον Μυστρά. Εκεί απέκτησε πιο στενό χαρακτήρα και έδωσε την Κρητική Σχολή. Στον αυστηρό περίγυρο, η τέχνη αυτή γίνεται πιο συντηρητική, με συγκρατημένες κινήσεις, λιτότητα στην κίνηση και τον διάκοσμο, με πρόσωπα πιο ευγενή. Το φως στη στενή τεχνοτροπία λιγοστό και υποβλητικό μοιάζει να πηγάζει από το βάθος, δίνοντας στον πιστό το αίσθημα της κατάνυξης. Θεωρήθηκε ως η τέχνη των μοναχικών κύκλων.
Ø Μετά την Πτώση του Βυζαντίου, τον ΙΕ' αιώνα και στις αρχές του ΙΣΤ' αιώνα η γνήσια Κρητική Σχολή διαμορφώθηκε στην Κρήτη, και όλον τον ΙΖ' ανθίζει στην μεγαλόνησο. Είναι η τέχνη την οποία κατείχε καλά ο Γκρέκο.
Ø Κάτω από τον Τουρκικό ζυγό τον ΙΗ' και ΙΘ' αιώνα άνθισε η λαϊκή τέχνη, εκφράζοντας τον πόθο για απελευθέρωση από τον ζυγό. Ο Θεόφιλος είναι ο κατ΄ εξοχήν εκφραστής της. Με την πενία και την δυστυχία, οι μορφές απλουστεύονται, τα χρώματα είναι πιο σκοτεινά, η ποιότητα είναι, ας μου επιτραπεί κατώτερη σε σχέση με την προηγούμενη δημιουργία. Η τέχνη όμως αυτή θα εμπνεύσει αργότερα έναν Τσαρούχη, γιατί όπως είπε και ο Χριστός τίποτα δεν πάει χαμένο.
Ø Η βυζαντινή ζωγραφική σταδιακά έδωσε την θέση της στην ζωγραφική της Δύσης μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ακόμη και στο Άγιο Όρος χρησιμοποιούσαν την δυτική τεχνοτροπία. Μόλις το 1940-1950 ο Φώτης Κόντογλου με τις προσωπικές του προσπάθειες και τους παράτολμους αγώνες του κατάφερε να ξαναφέρει στο φως την τέχνη της βυζαντινής αγιογραφίας, καλλιεργώντας παράλληλα τις συνθήκες αναβίωσης της ζωγραφικής παράδοσης.
Σήμερα πια, βασιζόμενοι σε λιγοστά βιβλία καταγραφής βυζαντινών σπουδών από Έλληνες δημιουργούς εικόνων, αλλά και σε έρευνες για την βυζαντινή τέχνη που ανακοινώνονται σε συνέδρια, σε ντοκυμαντέρ στην τηλεόραση και φυσικά στο θετικό κλίμα που επικρατεί, οι σύγχρονοι καλλιτέχνες έχοντας ή αποκτώντας σταδιακά την γνώση της ζωγραφικής της εικόνας, είναι σε θέση να συνεχίσουν και να προσφέρουν με το δικό τους έργο την μακραίωνη παράδοση της ελληνικής ορθόδοξης αγιογραφίας.
Μαρία Ματάλα
Φιλόλογος, Αγιογράφος, Ζωγράφος