24 June 2008

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Άρθρο

Η πρώτη επαφή που είχα με τις εικόνες είναι πολύ μακρινή. Παιδί ακόμα θαύμαζα την εικόνα της Αγίας Μαρίνας στην Εκάλη. Εικόνα αυστηρή μα και καλοσυνάτη, εικόνα που σε καθηλώνει και σε κερδίζει συνάμα.
Έκτοτε είδα πολλές εικόνες, πολλές μπήκαν στην ψυχή μου, κι όλες μου έδωσαν κάτι διαφορετικό και όμορφο.
Αργότερα, όταν άρχισα να ζωγραφίζω παρατήρησα πως οι εικόνες με είχαν επηρεάσει, μου είχαν δώσει κάτι απ΄ αυτές. Τι άραγε; Χρειάστηκε να μάθω αγιογραφία, και με την πρώτη εικόνα που έφτιαξα, βοηθούμενη φυσικά, κατάλαβα πως η αφαίρεση στην απόδοση της μορφής, η αφαιρετική διάθεση στον τρόπο σύνθεσης και απόδοσης των τοπίων και αντικειμένων που μέχρι τότε ζωγράφιζα, μου ήταν ήδη οικεία. Η διαφορά ήταν πως στην αγιογραφία η αφαίρεση χρησιμοποιείται για να εμπλουτίσει λειτουργικά την μορφή. Απλουστεύοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου στην εικόνα, δεν επιθυμεί ο αγιογράφος να εκφράσει θεολογικές ή μεταφυσικές έννοιες. Η έκφραση της εικόνας αυτή δεν είναι εξπρεσιονιστική, δεν εκφράζει, όσο κι αν αυτό ακούγεται περίεργο, πνευματικές αναζητήσεις ή ιδεολογικές αναφορές και δεν έχει συναισθηματικό περιεχόμενο, όπως η ζωγραφική.
Τότε πώς λειτουργούν βιωματικά οι εικόνες; Παλαιότερα, στους πρώτους χρόνους της απεικόνισης των αγίων, ο αναλφαβητισμός ήταν μεγάλος. Εξηγείται έτσι, εν μέρει η εικονογράφηση όλων των χριστιανικών σκηνών. Δεν αρκεί όμως αυτό για να εξηγηθεί – στον μέγιστο δυνατό τρόπο – ο βιωματικός χαρακτήρας τους.
Η εικαστική μορφή των προσώπων δίνει την δυνατότητα στην εικόνα να αποκτά ρυθμό. Μια εσωτερική οργάνωση, τέλεια γεωμετρική σε σχέση με τα άλλα στοιχεία της εικόνας και προπάντων σε σχέση με τον θεατή, δίνει την δύναμη στην φορητή εικόνα, νωπογραφία στις εκκλησίες, την μικρογραφία ή το ψηφιδωτό. Η λειτουργική σύνδεση εικονιζομένου και θεατή, η αισθητική που αποπνέει η εικόνα ενώνει τον θεατή με τα δρώμενα σ΄ αυτήν, ή / και με την έκφρασή της. Όλο το χριστιανικό σύμπαν, το εικονιζόμενο παρελθόν, αποτελεί παράλληλά με το μάθημα τέχνης και αισθητικής, δίδαγμα χριστιανικό.

Ας αναλογιστεί κανείς πως η πορεία που διαγράφει η ορθόδοξη εικονογραφία είναι συνάρτηση χώρου – χρόνου. Αυτή η συνάρτηση δικαιολογεί απόλυτα τους δικούς της βιωματικούς κανόνες, που κι αυτοί με την σειρά τους είναι αποτέλεσμα πολλών αιώνων.
Ως γνωστόν, η τέχνη της αγιογραφίας έχει δεχτεί επιδράσεις από την τέχνη της αρχαίας Ελλάδας, την Ανατολική τέχνη, τα πορτραίτα του Φαγιούμ κατά την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων και την ελληνορωμαϊκή τέχνη (π.χ. Πομπηία), τότε βρίσκεται μπροστά σε μια οργανωμένη λειτουργικά τεχνοτροπία βασισμένη στην απόφαση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου για αυστηρή κωδικοποίηση της απεικόνισης. Απεικόνισης που αργότερα περνά στον Χρυσό αιώνα της αγιογραφίας κατά τον οποίο επέρχεται διαίρεση της ζωγραφικής σε δύο «Σχολές», τη ρεαλιστική και χαρακτηριστικά ελεύθερη «Μακεδονική» με κύριο εκφραστή της τον ο Μανουήλ Πανσέληνο και την «Κρητική» που πρωτο - εκφράζεται στον αυστηρό και συντηρητικό περίγυρο του Μυστρά. Είναι η τέχνη την οποία κατείχε καλά ο Γκρέκο. Τέλος, κάτω από τον Τουρκικό ζυγό τον ΙΗ' και ΙΘ' αιώνα άνθισε η λαϊκή τέχνη, μέσα στην πενία και στην δυστυχία, εκφράζοντας με απλουστευμένες μορφές, τον πόθο για απελευθέρωση από τον ζυγό. Ο Θεόφιλος είναι, ως γνωστόν, ο κατ΄ εξοχήν εκφραστής της.

Η μακρόχρονη εναλλασσόμενη αισθητική, λοιπόν, ενώνει τον χριστιανικό βίο του παρελθόντος με την άμεση προτροπή, στο παρόν, ηθικής που καλείται ο θεατής να ασκήσει στο μέλλον, σύμφωνα με τα διδάγματα της θρησκείας. Μ΄ αυτόν τον τρόπο καταργείται ο συμβατικός χρόνος και υποκαθίσταται από τον χρόνο που ο θεατής χρειάζεται για να κάνει κτήμα του τα περιγραφικά διδάγματα και να βιώσει την Αλήθεια. Η εικόνα αυτή δίνει μια αίσθηση διαχρονικής παρουσίας και αποτελεί ένα ιερό λειτουργικό που προσπαθεί να πλάσει καλύτερες ανθρώπινες ψυχές, να τις αγιάσει.
Σήμερα πια, ο σύγχρονος τεχνίτης που ακολουθεί τους κανόνες της εικονογραφίας δεν αναπαράγει φωτο-αντίγραφα ή μεταξοτυπίες, που κι αυτά πλήθουν στην εποχή μας. Δουλεύει με πίστη, λιγότερη ή περισσότερη, ακολουθώντας κανόνες και προσπαθώντας να αναπαράγει χρώματα που καμιά φορά δεν υπάρχουν πια, γιατί δεν παράγονται πια από την φύση. Ο τεχνίτης είναι πάντα συνυφασμένος με το έργο του. Δουλεύει και λειτουργεί συγχρόνως. Απεικονίζει όπως αυτός αντιλαμβάνεται την εικόνα, σύμφωνα με το κοινωνικό – πολιτικο –μορφωτικό επίπεδό του στον τόπο που εργάζεται, με τα μέσα και την γνώση που διαθέτει - γνώση της τέχνης που υπηρετεί και την γνώση της ίδιας της θρησκείας. Είναι λοιπόν ελεύθερος να πρωτοτυπήσει, παρ΄ όλους τους κανόνες που ακολουθεί. Του δίνεται η ευκαιρία να δει κάτω από τα δάκτυλά του να γεννιέται ο δικός του λειτουργικός ρυθμός στην εικόνα του που προορίζεται να βοηθήσει την λατρευτική ζωή των πιστών, αρκεί αυτός ο ρυθμός να εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο ζωγραφίστηκε η εικόνα. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι φορές που ο καλλιτέχνης αισθάνεται ότι δεν ορίζει το χέρι του. Δεν έχω καταλάβει τι μπορεί να ωθεί έναν νέο ζωγράφο να δημιουργεί μια εικόνα που « μιλάει » αν αυτό το κάτι δεν είναι το Πνεύμα.

Μαρία Ματάλα
Φιλόλογος, Αγιογράφος, Ζωγράφος